γυμνικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γυμνικός | η | γυμνική | το | γυμνικό |
| γενική | του | γυμνικού | της | γυμνικής | του | γυμνικού |
| αιτιατική | τον | γυμνικό | τη | γυμνική | το | γυμνικό |
| κλητική | γυμνικέ | γυμνική | γυμνικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γυμνικοί | οι | γυμνικές | τα | γυμνικά |
| γενική | των | γυμνικών | των | γυμνικών | των | γυμνικών |
| αιτιατική | τους | γυμνικούς | τις | γυμνικές | τα | γυμνικά |
| κλητική | γυμνικοί | γυμνικές | γυμνικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γυμνικός < αρχαία ελληνική (ο σχετικός με τη γυμναστική άσκηση) < γυμνός
Επίθετο
γυμνικός, -ή, -ό
- αγώνας ή αγώνισμα στο οποίο οι αθλητές αγωνίζονται γυμνοί
- γυμνικοί αγώνες
- σχετικός με τη γυμνότητα
- γυμνικός χορός
- (παρωχημένο) γυμναστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.