γυμναστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γυμναστικός η γυμναστική το γυμναστικό
      γενική του γυμναστικού της γυμναστικής του γυμναστικού
    αιτιατική τον γυμναστικό τη γυμναστική το γυμναστικό
     κλητική γυμναστικέ γυμναστική γυμναστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γυμναστικοί οι γυμναστικές τα γυμναστικά
      γενική των γυμναστικών των γυμναστικών των γυμναστικών
    αιτιατική τους γυμναστικούς τις γυμναστικές τα γυμναστικά
     κλητική γυμναστικοί γυμναστικές γυμναστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γυμναστικός < αρχαία ελληνική γυμναστικός ο έμπειρος προπονητής και γυμναστής των άλλων < γυμνάζω

Επίθετο

γυμναστικός, -ή, -ό

  1. που συμβάλλει στη γύμναση
  2. που σχετίζεται με τη γύμναση


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.