γρύζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γρύζω < αρχαία ελληνική γρύζω

Ρήμα

γρύζω

  1. γρυλίζω
  2. γογγύζω
  3. μουρμουρίζω

Μεταφράσεις


Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γρύζω < (ηχομιμητική λέξη) γρῦ

Ρήμα

γρύζω

  1. κάνω γρῦ
  2. γογγύζω
  3. μουρμουρίζω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.