γρι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γρι < αρχαία ελληνική οὐδέ γρῦ (ούτε λέξη, τσιμουδιά) < αρχαία ελληνική γρῦ (τίποτα, μηδέν)· λέξη που συνδέεται ηχομιμητικά με τη φωνή του γουρουνιού (ορθογραφική απλοποίηση)

Ουσιαστικό Επίρρημα

γρι ουδέτερο άκλιτο

  • άλλη γραφή του γρυ (χρησιμοποιείται κυρίως στον προφορικό λόγο και δηλώνει την πλήρη άγνοια πάνω σε ένα αντικείμενο, τίποτα, μηδέν)
    Δεν καταλαβαίνω γρι απ’ ό,τι μού λες.
    Δε σκαμπάζω γρι γαλλικά.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.