γραφιάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γραφιάς οι γραφιάδες
      γενική του γραφιά των γραφιάδων
    αιτιατική τον γραφιά τους γραφιάδες
     κλητική γραφιά γραφιάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γραφιάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γραφιάς < αρχαία ελληνική γραφεύς < γράφω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gerbʰ-

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣɾaˈfças/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γραφιάς

Ουσιαστικό

γραφιάς αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.