γραφεύς

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

γραφεύς < γράφ(ω) + -εύς
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: γραφιάς νέα ελληνικά: γραφιάς
νέα ελληνικά: γραφέας

Ουσιαστικό

γραφεύς αρσενικό

  1. (επάγγελμα) γραφέας, αντιγραφέας
  2. (επάγγελμα) ζωγράφος
  3. (επάγγελμα) γραμματέας
  4. (επάγγελμα) συγγραφέας


Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.