αργίλιο

Νέα ελληνικά (el)

  • Χημικό στοιχείο: Al
  • Ατομικός αριθμός : 13
  • Προηγούμενο = Mg
  • Επόμενο = Si

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία

αργίλιο < (λόγιο δάνειο) αγγλική argil + -ιο < λατινική argilla < αρχαία ελληνική ἄργιλλος (αντιδάνειο)

Προφορά

ΔΦΑ : /aɾˈʝi.li.o/
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αργίλιο τα αργίλια
      γενική του αργιλίου
& αργίλιου
των αργιλίων
    αιτιατική το αργίλιο τα αργίλια
     κλητική αργίλιο αργίλια
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αργίλιο

Ουσιαστικό

αργίλιο ουδέτερο στον ενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.