γραμμοκώδικας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γραμμοκώδικας | οι | γραμμοκώδικες |
| γενική | του | γραμμοκώδικα | των | γραμμοκωδίκων |
| αιτιατική | τον | γραμμοκώδικα | τους | γραμμοκώδικες |
| κλητική | γραμμοκώδικα | γραμμοκώδικες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
γραμμοκώδικας αρσενικό
- (νεολογισμός) σύνολο παράλληλων ανισόπαχων γραμμών, που περιέχει πληροφορίες που αφορούν το προϊόν στο οποίο αναγράφεται
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
