γραμμωτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γραμμωτός η γραμμωτή το γραμμωτό
      γενική του γραμμωτού της γραμμωτής του γραμμωτού
    αιτιατική τον γραμμωτό τη γραμμωτή το γραμμωτό
     κλητική γραμμωτέ γραμμωτή γραμμωτό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γραμμωτοί οι γραμμωτές τα γραμμωτά
      γενική των γραμμωτών των γραμμωτών των γραμμωτών
    αιτιατική τους γραμμωτούς τις γραμμωτές τα γραμμωτά
     κλητική γραμμωτοί γραμμωτές γραμμωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γραμμωτός < (μαρτυρείται από το 1837) γραμμ(ή) + -ωτός

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣɾa.moˈtos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /ɣɾa.moˈti/ θηλυκό
ΔΦΑ : /ɣɾa.moˈto/ ουδέτερο

Επίθετο

γραμμωτός -ή -ό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.