γουνοφόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γουνοφόρος η γουνοφόρα το γουνοφόρο
      γενική του γουνοφόρου της γουνοφόρας του γουνοφόρου
    αιτιατική τον γουνοφόρο τη γουνοφόρα το γουνοφόρο
     κλητική γουνοφόρε γουνοφόρα γουνοφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γουνοφόροι οι γουνοφόρες τα γουνοφόρα
      γενική των γουνοφόρων των γουνοφόρων των γουνοφόρων
    αιτιατική τους γουνοφόρους τις γουνοφόρες τα γουνοφόρα
     κλητική γουνοφόροι γουνοφόρες γουνοφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γουνοφόρος < γούν(α) + -ο- + -φόρος

Επίθετο

γουνοφόρος, -α, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.