γουνάτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γουνάτος η γουνάτη το γουνάτο
      γενική του γουνάτου της γουνάτης του γουνάτου
    αιτιατική τον γουνάτο τη γουνάτη το γουνάτο
     κλητική γουνάτε γουνάτη γουνάτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γουνάτοι οι γουνάτες τα γουνάτα
      γενική των γουνάτων των γουνάτων των γουνάτων
    αιτιατική τους γουνάτους τις γουνάτες τα γουνάτα
     κλητική γουνάτοι γουνάτες γουνάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γουνάτος < γούν(α) + -άτος

Επίθετο

γουνάτος, -η, -ο

  1. αυτός που είναι κατασκευασμένος από γούνα
  2. αυτός που φέρει γούνα (ένδυση, ή επένδυση)
  3. (μεταφορικά) ο πλούσιος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.