εκείνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική      εκείνος      εκείνη      εκείνο
      γενική εκείνου εκείνης εκείνου
    αιτιατική εκείνο εκείνη εκείνο
     κλητική
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική      εκείνοι      εκείνες      εκείνα
      γενική εκείνων εκείνων εκείνων
    αιτιατική εκείνους εκείνες εκείνα
     κλητική
Δείτε και «κείνος».
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Αντωνυμίες

Ετυμολογία

εκείνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἐκεῖνος

Προφορά

ΔΦΑ : /eˈci.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκείνος

Αντωνυμία

εκείνος, -η, -ο

  • (δεικτική αντωνυμία) δείξουμε κάτι που δεν είναι πολύ κοντά μας, τοπικά ή χρονικά
    άλλες μορφές: κείνος

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.