τζαναμπέτης

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τζαναμπέτης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική جنابت < αραβική جنابة canābat, "ακάθαρτο"

Επίθετο

τζαναμπέτης, -ισσα, -ικο

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.