γουλόζος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γουλόζος η γουλόζα το γουλόζο
      γενική του γουλόζου της γουλόζας του γουλόζου
    αιτιατική τον γουλόζο τη γουλόζα το γουλόζο
     κλητική γουλόζε γουλόζα γουλόζο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γουλόζοι οι γουλόζες τα γουλόζα
      γενική των γουλόζων των γουλόζων των γουλόζων
    αιτιατική τους γουλόζους τις γουλόζες τα γουλόζα
     κλητική γουλόζοι γουλόζες γουλόζα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γουλόζος < (άμεσο δάνειο) ιταλική goloso με τροπή [ο] > [u] από επίδραση του [l]< λατινική gulōsus  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣuˈlo.zos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γουλόζος

Επίθετο

γουλόζος, -α, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.