γουλόζος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γουλόζος | η | γουλόζα | το | γουλόζο |
| γενική | του | γουλόζου | της | γουλόζας | του | γουλόζου |
| αιτιατική | τον | γουλόζο | τη | γουλόζα | το | γουλόζο |
| κλητική | γουλόζε | γουλόζα | γουλόζο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γουλόζοι | οι | γουλόζες | τα | γουλόζα |
| γενική | των | γουλόζων | των | γουλόζων | των | γουλόζων |
| αιτιατική | τους | γουλόζους | τις | γουλόζες | τα | γουλόζα |
| κλητική | γουλόζοι | γουλόζες | γουλόζα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γουλόζος < (άμεσο δάνειο) ιταλική goloso με τροπή [ο] > [u] από επίδραση του [l]< λατινική gulōsus • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣuˈlo.zos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γου‐λό‐ζος
Επίθετο
γουλόζος, -α, -ο
Συγγενικά
Μεταφράσεις
γουλόζος
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- Ηλίας Ιω. Καμπανάς, Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.