γοητευμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γοητευμένος | η | γοητευμένη | το | γοητευμένο |
| γενική | του | γοητευμένου | της | γοητευμένης | του | γοητευμένου |
| αιτιατική | τον | γοητευμένο | τη | γοητευμένη | το | γοητευμένο |
| κλητική | γοητευμένε | γοητευμένη | γοητευμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γοητευμένοι | οι | γοητευμένες | τα | γοητευμένα |
| γενική | των | γοητευμένων | των | γοητευμένων | των | γοητευμένων |
| αιτιατική | τους | γοητευμένους | τις | γοητευμένες | τα | γοητευμένα |
| κλητική | γοητευμένοι | γοητευμένες | γοητευμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.