διάγνωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | διάγνωσῐς | αἱ | διαγνώσεις |
| γενική | τῆς | διαγνώσεως | τῶν | διαγνώσεων |
| δοτική | τῇ | διαγνώσει | ταῖς | διαγνώσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | διάγνωσῐν | τὰς | διαγνώσεις |
| κλητική ὦ! | διάγνωσῐ | διαγνώσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαγνώσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | διαγνωσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διάγνωσις < διαγιγνώσκω, δια- + γνω- (πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵneh₃-) + -σις → δείτε και τη λέξη γνῶσις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: διάγνωση
Ουσιαστικό
διάγνωσις, -εως θηλυκό
- η διάκριση
- η διαφοροποίηση, το να διακρίνεις διαφορές
- η ικανότητα διάκρισης
- σχηματισμός γνώμης
Πηγές
- διάγνωσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διάγνωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.