γνωστοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γνωστοποιημένος | η | γνωστοποιημένη | το | γνωστοποιημένο |
| γενική | του | γνωστοποιημένου | της | γνωστοποιημένης | του | γνωστοποιημένου |
| αιτιατική | τον | γνωστοποιημένο | τη | γνωστοποιημένη | το | γνωστοποιημένο |
| κλητική | γνωστοποιημένε | γνωστοποιημένη | γνωστοποιημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γνωστοποιημένοι | οι | γνωστοποιημένες | τα | γνωστοποιημένα |
| γενική | των | γνωστοποιημένων | των | γνωστοποιημένων | των | γνωστοποιημένων |
| αιτιατική | τους | γνωστοποιημένους | τις | γνωστοποιημένες | τα | γνωστοποιημένα |
| κλητική | γνωστοποιημένοι | γνωστοποιημένες | γνωστοποιημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γνωστοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γνωστοποιώ
Μετοχή
γνωστοποιημένος
- που τον έχουν καταστήσει γνωστό, που έχει δημοσιοποιηθεί, ανακοινωθεί, που κάποιοι έχουν ενημερωθεί για αυτόν
Μεταφράσεις
γνωστοποιημένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.