γνωρίζων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γνωρίζων | η | γνωρίζουσα | το | γνωρίζον |
| γενική | του | γνωρίζοντος & γνωρίζοντα1 |
της | γνωρίζουσας & γνωριζούσης* |
του | γνωρίζοντος |
| αιτιατική | τον | γνωρίζοντα | τη | γνωρίζουσα | το | γνωρίζον |
| κλητική | γνωρίζων | γνωρίζουσα | γνωρίζον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γνωρίζοντες | οι | γνωρίζουσες | τα | γνωρίζοντα |
| γενική | των | γνωριζόντων | των | γνωριζουσών | των | γνωριζόντων |
| αιτιατική | τους | γνωρίζοντες | τις | γνωρίζουσες | τα | γνωρίζοντα |
| κλητική | γνωρίζοντες | γνωρίζουσες | γνωρίζοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γνωρίζων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος γνωρίζω + -ων • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.