γλώσσημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γλώσσημα τα γλωσσήματα
      γενική του γλωσσήματος των γλωσσημάτων
    αιτιατική το γλώσσημα τα γλωσσήματα
     κλητική γλώσσημα γλωσσήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλώσσημα < ελληνιστική κοινή γλώσσημα (1,2) < αρχαία ελληνική γλώσσημα < γλῶσσα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *glōgʰs (3. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική glossème)

Ουσιαστικό

γλώσσημα ουδέτερο

  1. απαρχαιωμένη λέξη που δεν γνωρίζουμε τη σημασία της και είναι αναγκαίο να την ερμηνεύσουμε
  2. λέξη γραμμένη στο περιθώριο χειρογράφου, που επεξηγεί κάποιο σημείο του κειμένου
  3. (γλωσσολογία) το πιο μικρό γλωσσικό τμήμα που φέρει μια σημασία, π.χ. το θέμα μιας λέξης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.