γλυκοσίδη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλυκοσίδη οι γλυκοσίδες
      γενική της γλυκοσίδης των γλυκοσιδών
    αιτιατική τη γλυκοσίδη τις γλυκοσίδες
     κλητική γλυκοσίδη γλυκοσίδες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλυκοσίδη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική glycoside < αρχαία ελληνική γλυκύς

Ουσιαστικό

γλυκοσίδη θηλυκό

Συγγενικά

  • γαλακτοσίδιο
  • δακτυλίτιδα

Μεταφράσεις

Πηγές

  • γλυκοσίδες - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.