πρόσθετα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | πρόσθετα | ||
| γενική | των | πρόσθετων & προσθέτων | ||
| αιτιατική | τα | πρόσθετα | ||
| κλητική | πρόσθετα | |||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πρόσθετα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πρόσθετος
Ουσιαστικό
πρόσθετα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (χημεία) ουσίες που προστίθενται σε τρόφιμα ή διάφορα προϊόντα, για να βελτιώσουν τις ιδιότητές τους
Μεταφράσεις
πρόσθετα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.