γκριζωπός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γκριζωπός | η | γκριζωπή | το | γκριζωπό |
| γενική | του | γκριζωπού | της | γκριζωπής | του | γκριζωπού |
| αιτιατική | τον | γκριζωπό | την | γκριζωπή | το | γκριζωπό |
| κλητική | γκριζωπέ | γκριζωπή | γκριζωπό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γκριζωποί | οι | γκριζωπές | τα | γκριζωπά |
| γενική | των | γκριζωπών | των | γκριζωπών | των | γκριζωπών |
| αιτιατική | τους | γκριζωπούς | τις | γκριζωπές | τα | γκριζωπά |
| κλητική | γκριζωποί | γκριζωπές | γκριζωπά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γκριζωπός < γκρίζος + -ωπός < βενετική griso < πρωτογερμανική *grēwaz
Επίθετο
γκριζωπός
Συνώνυμα
- γκριζούλης
- σταχτωπός
- υπόφαιος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.