γκαντεμιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γκαντεμιά | οι | γκαντεμιές |
| γενική | της | γκαντεμιάς | των | γκαντεμιών |
| αιτιατική | την | γκαντεμιά | τις | γκαντεμιές |
| κλητική | γκαντεμιά | γκαντεμιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.