γκαντεμιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκαντεμιά οι γκαντεμιές
      γενική της γκαντεμιάς των γκαντεμιών
    αιτιατική την γκαντεμιά τις γκαντεμιές
     κλητική γκαντεμιά γκαντεμιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γκαντεμιά < γκαντέμης + -ιά

Ουσιαστικό

γκαντεμιά θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.