γκίνια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γκίνια οι γκίνιες
      γενική της γκίνιας
    αιτιατική την γκίνια τις γκίνιες
     κλητική γκίνια γκίνιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γκίνια < ιταλική ghigna < ghignare < γαλλική guigner < guigne

Ουσιαστικό

γκίνια θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.