γκανγκστερικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γκανγκστερικός | η | γκανγκστερική | το | γκανγκστερικό |
| γενική | του | γκανγκστερικού | της | γκανγκστερικής | του | γκανγκστερικού |
| αιτιατική | τον | γκανγκστερικό | την | γκανγκστερική | το | γκανγκστερικό |
| κλητική | γκανγκστερικέ | γκανγκστερική | γκανγκστερικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γκανγκστερικοί | οι | γκανγκστερικές | τα | γκανγκστερικά |
| γενική | των | γκανγκστερικών | των | γκανγκστερικών | των | γκανγκστερικών |
| αιτιατική | τους | γκανγκστερικούς | τις | γκανγκστερικές | τα | γκανγκστερικά |
| κλητική | γκανγκστερικοί | γκανγκστερικές | γκανγκστερικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γκανγκστερικός < γκάνγκστερ
Επίθετο
γκανγκστερικός
- που έχει σχέση με παράνομες δραστηριότηες του περασμένου αιώνα στις ΗΠΑ
- που έγινε με τρόπο βίαιο, συνωμοτικό, παράνομο, που παραπέμπει σε δραsτηριότητα γκάνγκστερ
- παλιότερος αλλά εν μέρει και σημερινός χαρακτηρισμός αστυνομικής ταινίας ή ρόλου συναφούς με του γκάνγκστερ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.