γκάνγκστερ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γκάνγκστερ < αγγλική gangster

Ουσιαστικό

γκάνγκστερ αρσενικό άκλιτο

  1. αυτός που ανήκει σε μια συμμορία, σε μια ομάδα του οργανωμένου εγκλήματος
  2. αδίστακτος ένοπλος εγκληματίας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.