γκάνγκστερ
Νέα ελληνικά (el)
Ουσιαστικό
γκάνγκστερ αρσενικό άκλιτο
- αυτός που ανήκει σε μια συμμορία, σε μια ομάδα του οργανωμένου εγκλήματος
- αδίστακτος ένοπλος εγκληματίας
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.