γιορτασμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γιορτασμός οι γιορτασμοί
      γενική του γιορτασμού των γιορτασμών
    αιτιατική τον γιορτασμό τους γιορτασμούς
     κλητική γιορτασμέ γιορτασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γιορτασμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γιορτασμός αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.