γιομάτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γιομάτος η γιομάτη το γιομάτο
      γενική του γιομάτου της γιομάτης του γιομάτου
    αιτιατική τον γιομάτο τη γιομάτη το γιομάτο
     κλητική γιομάτε γιομάτη γιομάτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γιομάτοι οι γιομάτες τα γιομάτα
      γενική των γιομάτων των γιομάτων των γιομάτων
    αιτιατική τους γιομάτους τις γιομάτες τα γιομάτα
     κλητική γιομάτοι γιομάτες γιομάτα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γιομάτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γιομάτος < γιομίζω < μεσαιωνικό και αρχαίο γεμίζω < γέμω

Επίθετο

γιομάτος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.