γιομάτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γιομάτος | η | γιομάτη | το | γιομάτο |
| γενική | του | γιομάτου | της | γιομάτης | του | γιομάτου |
| αιτιατική | τον | γιομάτο | τη | γιομάτη | το | γιομάτο |
| κλητική | γιομάτε | γιομάτη | γιομάτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γιομάτοι | οι | γιομάτες | τα | γιομάτα |
| γενική | των | γιομάτων | των | γιομάτων | των | γιομάτων |
| αιτιατική | τους | γιομάτους | τις | γιομάτες | τα | γιομάτα |
| κλητική | γιομάτοι | γιομάτες | γιομάτα | |||
| Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γιομάτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γιομάτος < γιομίζω < μεσαιωνικό και αρχαίο γεμίζω < γέμω
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- γιομάτος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.