γιδοτόμαρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γιδοτόμαρο τα γιδοτόμαρα
      γενική του γιδοτόμαρου των γιδοτόμαρων
    αιτιατική το γιδοτόμαρο τα γιδοτόμαρα
     κλητική γιδοτόμαρο γιδοτόμαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γιδοτόμαρο < γίδα + -ο- + τομάρι + -ο

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝi.ðoˈto.ma.ro/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γιδοτόμαρο

Ουσιαστικό

γιδοτόμαρο ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.