γιδιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γιδιά οι γιδιές
      γενική της γιδιάς των γιδιών
    αιτιατική τη γιδιά τις γιδιές
     κλητική γιδιά γιδιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γιδιά < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γιδιά θηλυκό

  1. ασκί
  2. δέρμα κατσίκας

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.