γιατρεμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γιατρεμένος | η | γιατρεμένη | το | γιατρεμένο |
| γενική | του | γιατρεμένου | της | γιατρεμένης | του | γιατρεμένου |
| αιτιατική | τον | γιατρεμένο | τη | γιατρεμένη | το | γιατρεμένο |
| κλητική | γιατρεμένε | γιατρεμένη | γιατρεμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γιατρεμένοι | οι | γιατρεμένες | τα | γιατρεμένα |
| γενική | των | γιατρεμένων | των | γιατρεμένων | των | γιατρεμένων |
| αιτιατική | τους | γιατρεμένους | τις | γιατρεμένες | τα | γιατρεμένα |
| κλητική | γιατρεμένοι | γιατρεμένες | γιατρεμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γιατρεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γιατρεύω
Μετοχή
γιατρεμένος
- που έχει ιαθεί, γιατρευτεί, πουέχει βρει την υγεία του, σωματικά ή ψυχικα
- Η πληγή είναι γιατρεμένη (έχει επουλωθεί)
- Είναι πια γιατρεμένος από την εξάρτηση
- Είναι πια γιατρεμένος από το πάθος του γι' αυτή τη γυναίκα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.