ακοίταχτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακοίταχτος | η | ακοίταχτη | το | ακοίταχτο |
| γενική | του | ακοίταχτου | της | ακοίταχτης | του | ακοίταχτου |
| αιτιατική | τον | ακοίταχτο | την | ακοίταχτη | το | ακοίταχτο |
| κλητική | ακοίταχτε | ακοίταχτη | ακοίταχτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακοίταχτοι | οι | ακοίταχτες | τα | ακοίταχτα |
| γενική | των | ακοίταχτων | των | ακοίταχτων | των | ακοίταχτων |
| αιτιατική | τους | ακοίταχτους | τις | ακοίταχτες | τα | ακοίταχτα |
| κλητική | ακοίταχτοι | ακοίταχτες | ακοίταχτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ακοίταχτος, η, ο
- αφρόντιστος, που δεν έχει πάει σε ειδικό (συνήθως εννοούμενο τον γιατρό) να τον κοιτάξει για να διαπιστώσει τι του συμβαίνει
- αρρώστησε γιατί φρόντιζε τα παιδιά της και η ίδια έμενε ακοίταχτη
- για πράγμα που κάποιος παρέλειψε να ελέγξει ενώ θα έπρεπε
- Πολλά χειρόγραφα έμειναν ακοίταχτα και είχαν παραλείψεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.