γιακάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γιακάς | οι | γιακάδες |
| γενική | του | γιακά | των | γιακάδων |
| αιτιατική | τον | γιακά | τους | γιακάδες |
| κλητική | γιακά | γιακάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

γιακάς (1) σε πουκάμισο
Ετυμολογία
- γιακάς < (άμεσο δάνειο) τουρκική yaka + -ς
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝaˈkas/
Ουσιαστικό
γιακάς αρσενικό
- το τμήμα του ρούχου που βρίσκεται γύρω από το λαιμό
- παλιά οι γιαγιάδες κολλάρανε τους γιακάδες με ζάχαρη για να είναι πιο εμφανίσιμοι
- το πέτο (σε ρούχα όπως το σακκάκι, όπου ο γιακάς αποτελείται από το ίδιο κομμάτι υφάσματος με το πέτο)
- τον έπιασε από το γιακά
- (ναυτικός όρος) η πάνω διπλωμένη πλευρά του ιστίου (πανιού) προς ενίσχυσή του
Συνώνυμα
Σύνθετα
Εκφράσεις
- πιάνω κάποιον από τον γιακά: δείχνω επιθετική διάθεση εναντίον κάποιου
Μεταφράσεις
γιακάς
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.