col
Γαλλικά
(fr)
Ετυμολογία
col
<
cou
Προφορά
ΔΦΑ
: /
kɔl
/
ⓘ
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
col
cols
col
αρσενικό
ο
γιακάς
repasser le
col
de la chemise - σιδερώνω τον
γιακά
του πουκαμίσου
ο
τράχηλος
cancer du
col
de l'utérus - καρκίνος του
τραχήλου
της μήτρας
η
κλεισούρα
Ισπανικά
(es)
Ουσιαστικό
col
(es)
λάχανο
Καταλανικά
(ca)
Ουσιαστικό
col
(ca)
λάχανο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.