col

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

col < cou

Προφορά

ΔΦΑ : /kɔl/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
col cols

col αρσενικό

  1. ο γιακάς
    repasser le col de la chemise - σιδερώνω τον γιακά του πουκαμίσου
  2. ο τράχηλος
    cancer du col de l'utérus - καρκίνος του τραχήλου της μήτρας
  3. η κλεισούρα



Ισπανικά (es)

Ουσιαστικό

col (es)



Καταλανικά (ca)

Ουσιαστικό

col (ca)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.