γιάρδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γιάρδα οι γιάρδες
      γενική της γιάρδας των γιαρδών
    αιτιατική τη γιάρδα τις γιάρδες
     κλητική γιάρδα γιάρδες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γιάρδα < (άμεσο δάνειο) αγγλική yard μέσω της ιταλικής iarda ή της τουρκικής yarda [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈʝaɾ.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γιάρδα

Ουσιαστικό

γιάρδα θηλυκό

  • (μονάδα μέτρησης) αγγλική μονάδα μήκους ίση με 3 πόδια ή 0,9144 μέτρα
    H φρεγάτα είναι 500 γιάρδες από το νησί. (Το Βήμα, 13 Νοεμβρίου 2005)

  • γυάρδα

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

γιάρδα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γιάρδα θηλυκό

  1. (ναυτική αργκό) το ναυπηγείο (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
    Ανάμεσα στους Έλληνες εφοπλιστές που «χτίζουν» πλοία τους στις κινεζικές γιάρδες βρίσκονται οι... (Η Καθημερινή, 9 Σεπτεμβρίου 2009)
  2. (ελληνοαμερικανικά) η αυλή (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
    Πωλείται σπίτι με μεγάλη πίσω γιάρδα.

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.