υάρδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υάρδα | οι | υάρδες |
| γενική | της | υάρδας | των | υαρδών |
| αιτιατική | την | υάρδα | τις | υάρδες |
| κλητική | υάρδα | υάρδες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- γυάρδα
- γιάρδα
Μεταφράσεις
υάρδα
|
→ δείτε τη λέξη γιάρδα |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.