γεωργικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεωργικός η γεωργική το γεωργικό
      γενική του γεωργικού της γεωργικής του γεωργικού
    αιτιατική τον γεωργικό τη γεωργική το γεωργικό
     κλητική γεωργικέ γεωργική γεωργικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεωργικοί οι γεωργικές τα γεωργικά
      γενική των γεωργικών των γεωργικών των γεωργικών
    αιτιατική τους γεωργικούς τις γεωργικές τα γεωργικά
     κλητική γεωργικοί γεωργικές γεωργικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γεωργικός < αρχαία ελληνική γωργικός

Επίθετο

γεωργικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γεωργικός < γεωργός

Επίθετο

γεωργικός, -ή, -όν

  1. ο κατάλληλος για καλλιέργεια, ο εύφορος
  2. ο έμπειρος στη γεωργία

Ουσιαστικό

γεωργικός ουσιαστικοποιημένο αρσενικό

  • ο καλός γεωργός


Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.