γεωργική

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

γεωργική αρχαία ελληνικήγεωργική

Ουσιαστικό

γεωργική θηλυκό ουσιαστικοποιημένο επίθετο

  1. η τέχνη της γεωργίας
  2. (παρωχημένο) η γεωπονική μέχρι τον 18ο αιώνα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γεωργική < γεωργικός < γεωργός

Κλιτικός τύπος επιθέτου

γεωργική

(η κατάλληλη για καλλιέργεια)

Συγγενικά

Νέα ελληνικά (el)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

γεωργική

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.