γεωργική
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
γεωργική αρχαία ελληνικήγεωργική
Ουσιαστικό
γεωργική θηλυκό ουσιαστικοποιημένο επίθετο
Αρχαία ελληνικά (grc)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
γεωργική
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του γεωργικός
(η κατάλληλη για καλλιέργεια)
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
γεωργική
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.