γεωδαιτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεωδαιτικός η γεωδαιτική το γεωδαιτικό
      γενική του γεωδαιτικού της γεωδαιτικής του γεωδαιτικού
    αιτιατική τον γεωδαιτικό τη γεωδαιτική το γεωδαιτικό
     κλητική γεωδαιτικέ γεωδαιτική γεωδαιτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεωδαιτικοί οι γεωδαιτικές τα γεωδαιτικά
      γενική των γεωδαιτικών των γεωδαιτικών των γεωδαιτικών
    αιτιατική τους γεωδαιτικούς τις γεωδαιτικές τα γεωδαιτικά
     κλητική γεωδαιτικοί γεωδαιτικές γεωδαιτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γεωδαιτικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

γεωδαιτικός, -ή, -ό

Παράγωγα

  • γεωδαιτική τροχιά : είναι η πολυγωνισμένη (εκφρασμένη ως σύνθεση πολλών ευθείων) υποκειμενική ευθεία μέσα στον καμπύλο χωρόχρονο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.