δαίω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

  1. δαίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *daw
  2. δαίω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *da

Ρήμα

δαίω

  1. κατακαίω

Ρήμα

δαίω (στη μέση φωνή)

  1. διαιρώ, χωρίζω, μοιράζω
    κρέα δαίομαι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.