γυαλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα γυαλιά
      γενική των γυαλιών
    αιτιατική τα γυαλιά
     κλητική γυαλιά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένα ζευγάρι γυαλιά οράσεως.
Γυαλιά ηλίου.

Ετυμολογία

γυαλιά < πληθυντικός αριθμός του γυαλί

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝaˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γυαλιά
τονικό παρώνυμο: Γυάλια (τοπωνύμιο)

Ουσιαστικό

γυαλιά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • ζευγάρι φακών (από γυαλί ή άλλο υλικό), αναρτημένων σε ειδικό σκελετό (κοκάλινο, μεταλλικό κ.λπ.), που φοριέται μπροστά από τα μάτια για τη διόρθωση ελαττωματικής όρασης ή για την προστασία από τον ήλιο.
    φοράω γυαλιά
    γυαλιά ηλίου, οράσεως, μυωπίας, υπερμετρωπίας
    (και στον ενικό) φόρα, επιτέλους, το γυαλί σου, αφού δε βλέπεις να διαβάσεις!

Εκφράσεις

Συγγενικά

Ταυτόσημο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.