κακογερνώ

Ελληνικά (el)

Ρήμα

  1. είμαι ασχημότερος και ασθενέστερος της ηλικίας μου
  2. δεν απέκτησα συντροφιά, οικογένεια, επαρκείς πόρους, περιουσία και σοφία παρ' ότι γέρασα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.