γεννηθείς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεννηθείς
& γεννηθέντας
η γεννηθείσα το γεννηθέν
      γενική του γεννηθέντος
& γεννηθέντα
της γεννηθείσας
& γεννηθείσης*
του γεννηθέντος
    αιτιατική τον γεννηθέντα τη γεννηθείσα το γεννηθέν
     κλητική γεννηθείς
& γεννηθέντα
γεννηθείσα γεννηθέν
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεννηθέντες οι γεννηθείσες τα γεννηθέντα
      γενική των γεννηθέντων των γεννηθεισών των γεννηθέντων
    αιτιατική τους γεννηθέντες τις γεννηθείσες τα γεννηθέντα
     κλητική γεννηθέντες γεννηθείσες γεννηθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
γεννηθείς, λόγια μετοχή αορίστου του ρήματος γεννιέμαι, παθητικού του γεννάω

Μετοχή

γεννηθείς, -είσα, -έν

  • (λόγιο) που γεννήθηκε
    είμαι γεννηθείς το '54
    άλλες μορφές: γεννηθέντας

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

γεννηθείς: ρηματικός τύπος

Ρηματικός τύπος

γεννηθείς

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γεννιέμαι
  2. θα γεννηθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γεννιέμαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.