γεννηθείς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γεννηθείς & γεννηθέντας |
η | γεννηθείσα | το | γεννηθέν |
| γενική | του | γεννηθέντος & γεννηθέντα |
της | γεννηθείσας & γεννηθείσης* |
του | γεννηθέντος |
| αιτιατική | τον | γεννηθέντα | τη | γεννηθείσα | το | γεννηθέν |
| κλητική | γεννηθείς & γεννηθέντα |
γεννηθείσα | γεννηθέν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γεννηθέντες | οι | γεννηθείσες | τα | γεννηθέντα |
| γενική | των | γεννηθέντων | των | γεννηθεισών | των | γεννηθέντων |
| αιτιατική | τους | γεννηθέντες | τις | γεννηθείσες | τα | γεννηθέντα |
| κλητική | γεννηθέντες | γεννηθείσες | γεννηθέντα | |||
| Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία 2
- γεννηθείς: ρηματικός τύπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.