Γαλλικά (fr)

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό nés
θηλυκό née nées

Ετυμολογία

< λατινική natus, μετοχή του nasci

Προφορά

ΔΦΑ : /ne/

Επίθετο

(fr)

  1. γεννημένος (πρώτος, ...)
  2. γεννηθείς
  3. εκ γενετής

Μετοχή

(fr)

  • μετοχή παρακειμένου του ρήματος naître

Συγγενικά

Ομώνυμα / Ομόηχα



Πορτογαλικά (pt)

Ετυμολογία

< não + é

Συγχώνευση

(pt)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.