né
Γαλλικά
(fr)
γένος
ενικός
πληθυντικός
αρσενικό
né
nés
θηλυκό
née
nées
Ετυμολογία
né
<
λατινική
natus
, μετοχή του
nasci
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ne
/
Επίθετο
né
(fr)
γεννημένος
(πρώτος, ...)
γεννηθείς
εκ
γενετής
Μετοχή
né
(fr)
μετοχή παρακειμένου του ρήματος
naître
Συγγενικά
naissance
naissant
-
naissante
naître
Ομώνυμα / Ομόηχα
nez
Πορτογαλικά
(pt)
Ετυμολογία
né
<
não
+
é
Συγχώνευση
né
(pt)
έτσι
δεν
είναι
;
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.