γενικούρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γενικούρα | οι | γενικούρες |
| γενική | της | γενικούρας | — | |
| αιτιατική | τη | γενικούρα | τις | γενικούρες |
| κλητική | γενικούρα | γενικούρες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γενικούρα < γενικ(ός) + μεγεθυντικό επίθημα -ούρα
Ουσιαστικό
γενικούρα θηλυκό
- (αργκό) πρόχειρη και σχετικά αγενής λέξη για τη γενίκευση, την κουραστική ή σκόπιμα αποπροσανατολιστική γενικολογία, με έντονη αρνητική χροιά για το συνομιλητή
- Άσε τις γενικούρες για την οικονομική κρίση και δώσε πίσω τα δανεικά
Μεταφράσεις
γενικούρα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.