γενικολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γενικολογία | οι | γενικολογίες |
| γενική | της | γενικολογίας | των | γενικολογιών |
| αιτιατική | τη | γενικολογία | τις | γενικολογίες |
| κλητική | γενικολογία | γενικολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γενικολογία < γενικόλογος + -ία
Ουσιαστικό
γενικολογία θηλυκό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.