γαϊδουρομούλαρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαϊδουρομούλαρο τα γαϊδουρομούλαρα
      γενική του γαϊδουρομούλαρου των γαϊδουρομούλαρων
    αιτιατική το γαϊδουρομούλαρο τα γαϊδουρομούλαρα
     κλητική γαϊδουρομούλαρο γαϊδουρομούλαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γαϊδουρομούλαρο < γαϊδουρο- + μουλάρι + -ο

Ουσιαστικό

γαϊδουρομούλαρο ουδέτερο

  1. (θηλαστικό ζώο) μουλάρι γεννημένο από γαϊδούρα
  2. (μεταφορικά, υβριστικό) εξαιρετικά αγενές ή αχάριστο πρόσωπο
     συνώνυμα: γαϊδουρογάιδαρος
  3. (πληθυντικός)  δείτε  γαϊδουρομούλαρα: γαϊδούρια και μουλάρια μαζί ως μια ομάδα, ένα σύνολο
     δείτε τη λέξη αλογομούλαρα

Πηγές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.