γαϊδουρομούλαρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γαϊδουρομούλαρο | τα | γαϊδουρομούλαρα |
| γενική | του | γαϊδουρομούλαρου | των | γαϊδουρομούλαρων |
| αιτιατική | το | γαϊδουρομούλαρο | τα | γαϊδουρομούλαρα |
| κλητική | γαϊδουρομούλαρο | γαϊδουρομούλαρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
γαϊδουρομούλαρο ουδέτερο
- (θηλαστικό ζώο) μουλάρι γεννημένο από γαϊδούρα
- (μεταφορικά, υβριστικό) εξαιρετικά αγενές ή αχάριστο πρόσωπο
- (πληθυντικός) → δείτε γαϊδουρομούλαρα: γαϊδούρια και μουλάρια μαζί ως μια ομάδα, ένα σύνολο
- → δείτε τη λέξη αλογομούλαρα
Πηγές
- γαϊδουρομούλαρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- γαϊδουρομούλαρο - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις
γαϊδουρομούλαρο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.