αλογομούλαρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα αλογομούλαρα
      γενική των αλογομούλαρων
    αιτιατική τα αλογομούλαρα
     κλητική αλογομούλαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλογομούλαρα < άλογο + -ο- + μουλάρι + -ο

Ουσιαστικό

αλογομούλαρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Πηγές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.