γαστροσκοπία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γαστροσκοπία | οι | γαστροσκοπίες |
| γενική | της | γαστροσκοπίας | των | γαστροσκοπιών |
| αιτιατική | τη | γαστροσκοπία | τις | γαστροσκοπίες |
| κλητική | γαστροσκοπία | γαστροσκοπίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γαστροσκοπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική gastroscopie < αρχαία ελληνική γαστήρ + σκοπέω / σκοπῶ
Συγγενικά
- γαστροσκόπιο
- → δείτε τις λέξεις γαστέρα, σκοπώ και σκοπός
Μεταφράσεις
γαστροσκοπία
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.