γαστρονομικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαστρονομικός η γαστρονομική το γαστρονομικό
      γενική του γαστρονομικού της γαστρονομικής του γαστρονομικού
    αιτιατική τον γαστρονομικό τη γαστρονομική το γαστρονομικό
     κλητική γαστρονομικέ γαστρονομική γαστρονομικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαστρονομικοί οι γαστρονομικές τα γαστρονομικά
      γενική των γαστρονομικών των γαστρονομικών των γαστρονομικών
    αιτιατική τους γαστρονομικούς τις γαστρονομικές τα γαστρονομικά
     κλητική γαστρονομικοί γαστρονομικές γαστρονομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γαστρονομικός < γαστρονομία + -ικός

Επίθετο

γαστρονομικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.